αχλάς

αχλάς
ἀχλάς, η (Μ)
βλ. αχράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀχλάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλάδας — ἀχλάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχλάδα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 301 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στις Δ πλαγιές του Καϊμακτσαλάν (Βόρας) και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίτης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 119 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • αχράς — (achras). Γένος φυτών της οικογένειας των σαποτωδών. Από το γένος αυτό είναι γνωστά γύρω στα 60 είδη. Τα κυριότερα είναι τα εξής: η α. το γλυκύσυκο, που είναι δέντρο με ψηλό κορμό και ευδοκιμεί στη δυτική Αφρική. Οι καρποί του έχουν γλυκιά γεύση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”